- μοιράζεται
- μοιράζωpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γουιάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα Έκταση: 214.969 τ.χλμ Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα στα ΒΔ, τη… … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
άλοχος — (I) ἄλοχος, η (Α) (λέξη ποιητική) 1. σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, γυναίκα 2. μαιτρέσα, παλλακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ αθροιστ. + λόχος «μέρος όπου πλαγιάζει κανείς, πλάγιασμα». Αρχική σημ. του ἄλοχος «αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι»]. (II)… … Dictionary of Greek
αβγοκουλούρα — Το ψωμί ή τσουρέκι που συνηθίζεται στην Ελλάδα στις εορταστικές πασχαλινές ημέρες. Πήρε το όνομά της από το κόκκινο αβγό που σφηνώνουν πάνω της, πριν ψηθεί. Γίνεται με γάλα, αβγά, βούτυρο και αρωματικές ουσίες. Η α. νωρίς συνδέθηκε με την… … Dictionary of Greek
αμφοτεροβαρής — ές αυτός τού οποίου το βάρος μοιράζεται σε δύο ίσα μέρη, που επιβαρύνει και τις δυο πλευρές, ο ισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφότεροι + βαρής < βάρος. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον λόγιο Αναστάσιο Πολυζωίδη το 1936] … Dictionary of Greek
αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… … Dictionary of Greek
αντιλαβή — Όρος που αναφέρεται στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Πρόκειται για τη μορφή της στιχομυθίας που δεν αναπτύσσεται με τη διαδοχή ακέραιων στίχων αλλά ημιστιχίων. Η επινόηση αυτή χρησιμοποιήθηκε για την απόδοση της συγκινησιακής έντασης ή του… … Dictionary of Greek
δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek